πεντάρφανος

πεντάρφανος
και παντόρφανος και παντάρφανος, -η, -ο
ο εντελώς ορφανός, αυτός που δεν έχει ούτε γονείς ούτε συγγενείς ούτε κανέναν άλλο προστάτη, ο έρημος και μόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντάρφανος προέρχεται κατά μία άποψη από τ. παντόρφανος (< παντ[ο]- + ορφανός) με επίδραση τού πέντε ή, κατ' άλλους, < πεντα-* + ορφανός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντάρφανος — η, ο αυτός που είναι ορφανός κι από τους δυο γονείς: Έμειναν πεντάρφανα τα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολάρφανος — η, ο ο ορφανός και από πατέρα και από μητέρα, ο εντελώς ορφανός, πεντάρφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ορφανός] …   Dictionary of Greek

  • ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …   Dictionary of Greek

  • παντόρφανος — και παντάρφανος, η, ο βλ. πεντάρφανος …   Dictionary of Greek

  • πανόρφανος — ον, Α τελείως ορφανός, πεντάρφανος …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • τρισόρφανος — η, ο, Ν ορφανός σε πλήρη εγκατάλειψη, πεντάρφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + ορφανός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”