πεντάρφανος — η, ο αυτός που είναι ορφανός κι από τους δυο γονείς: Έμειναν πεντάρφανα τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολάρφανος — η, ο ο ορφανός και από πατέρα και από μητέρα, ο εντελώς ορφανός, πεντάρφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ορφανός] … Dictionary of Greek
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek
παντόρφανος — και παντάρφανος, η, ο βλ. πεντάρφανος … Dictionary of Greek
πανόρφανος — ον, Α τελείως ορφανός, πεντάρφανος … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
τρισόρφανος — η, ο, Ν ορφανός σε πλήρη εγκατάλειψη, πεντάρφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + ορφανός] … Dictionary of Greek